υπερφόρτωση — η υπερβολική φόρτωση, παραφόρτωση, υπερφόρτιση: Απαγορεύεται η υπερφόρτωση των λεωφορείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα … Dictionary of Greek
μελανοδερμία — η ιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση τού δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική … Dictionary of Greek
παραβάρεμα — το [παραβαραίνω] 1. παραφόρτωμα, υπερφόρτωση 2. υπερβολική αύξηση σε όγκο και σε βάρος … Dictionary of Greek
παραφόρτωμα — το [παραφορτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφορτώνω, η υπερφόρτωση … Dictionary of Greek
τέλεξ — (telex). Ορθότερη γραφή: τήλεξ. Κλάδος της τηλεγραφικής επικοινωνίας από το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (ενσύρματο ή ασύρματο). Τα κείμενα μηνύματα στέλνονται με το τηλέτυπο (δακτυλογραφημένα) και επίσης παίρνονται από τον συνδρομητή παραλήπτη με… … Dictionary of Greek
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek
αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… … Dictionary of Greek